grio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- grio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | grio | grioj |
αιτιατική | grion | griojn |
grio (eo)
- το πλιγούρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | grio | grioj |
αιτιατική | grion | griojn |
grio (eo)