greklingva
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | greklingva | greklingvaj |
αιτιατική | greklingvan | greklingvajn |
greklingva (eo)
- ελληνόγλωσσος, που είναι στα ελληνικά
- la greklingva eldono de la lernolibro - η ελληνική έκδοση του (μαθητικού) βιβλίου