goof
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
goof | goofs |
goof (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | goof |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goofs |
αόριστος | goofed |
παθητική μετοχή | goofed |
ενεργητική μετοχή | goofing |
goof (en)
- (αμετάβατο, ανεπίσημο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) κάνω χαζομάρες/γκάφες
- ↪ I goofed - έκανα γκάφα