go on < → δείτε τις λέξεις go και on
go on (en) (αμετάβατο )
ανάβω , για ένα φως, ηλεκτρισμό, κλπ που αρχίζει να λειτουργεί
↪ What time does the heat/do the lights in the street go on ?
Τι ώρα ανάβει το καλοριφέρ/το φως στο δρόμο;
≈ συνώνυμα : → δείτε τη λέξη switch on
προχωρώ στον χρόνο
↪ As the day went on , the heat grew stronger.
Καθώς προχωρούσε η μέρα, η ζέστη γινόταν μεγαλύτερη.
≈ συνώνυμα : → δείτε τη λέξη elapse
(συνήθως going on ) συμβαίνει
↪ What’s going on here?
Τι συμβαίνει εδώ;
≈ συνώνυμα : → δείτε τη λέξη happen
διαρκώ , γίνεται
↪ The theater is closed while rehearsals are going on .
Tο θέατρο αργεί όσο διαρκούν οι δοκιμές.
≈ συνώνυμα : → δείτε τη λέξη persist
περνάω , συνεχίζω κάποια δραστηριότητα
↪ Now we will go on to the next item on the agenda.
Τώρα θα περάσουμε στο επόμενο θέμα της ημερήσιας διάταξης.
≈ συνώνυμα : move on