gladius
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- gladius < γαλατικά *kladyos (=ξίφος) < πρωτοκελτική *kladiwos (=ξίφος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kola-, *klā- (=χτυπώ, σκοτώνω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɡla.di.us/
Ουσιαστικό επεξεργασία
gladius (la) αρσενικό
- ξίφος, σπαθί
- (κατ’ επέκταση) μονομαχία
- (μεταφορικά) φόνος, θάνατος
- (ψάρι) ξιφίας
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gladius | gladiī |
γενική | gladiī & gladi | gladiōrum |
δοτική | gladiō | gladiīs |
αιτιατική | gladium | gladiōs |
κλητική | gladi | gladiī |
αφαιρετική | gladiō | gladiīs |