get in on
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
get in on (en)
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) λαμβάνω μέρος, συμμετέχω σε κάτι
- ↪ I would like to get in on it.
- Θα ήθελα να λάβω κι εγώ μέρος σ' αυτό.
- ↪ I would like to get in on it.