geografia
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | geografia | geografiaj |
αιτιατική | geografian | geografiajn |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
geografia (eo)
Ιταλικά (it) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
geografia | geografie |
Ετυμολογία επεξεργασία
- geografia < λατινική geographia < ελληνιστική κοινή γεωγραφία. Μορφολογικά αναλύεται σε geo- + -grafia
Ουσιαστικό επεξεργασία
geografia (it)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- geografia - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌɡɛɔˈɡrafʲja/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
geografia (pl) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
geografia (pt) θηλυκό