gentleman
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
gentleman (fr) αρσενικό
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
gentleman | gentleman |
Ετυμολογία επεξεργασία
- gentleman < gentle + man, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική gentilhomme
Ουσιαστικό επεξεργασία
gentleman (en)
- άνδρας με καλή συμπεριφορά και ευγενικούς τρόπους, κύριος
- (ιστορία) άνδρας που είναι γόνος ευγενικής (μη κοινής) οικογένειας, της κατώτερης γαιοκτημονικής αριστοκρατίας
- → δείτε και τη λέξη nobleman
Δείτε επίσης επεξεργασία
- gentleman στην αγγλική Βικιπαίδεια