genocídio
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
genocídio (pt) <
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
genocídio | genocídios |
Ουσιαστικό επεξεργασία
genocídio (pt)
- η γενοκτονία, ο αφανισμός λαού ή συγκεκριμένης εθνότητας ή φυλής (π.χ. γενοκτονία Αρμενίων)
- μεγάλη σφαγή αμάχων