genealogo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | genealogo | genealogoj |
αιτιατική | genealogon | genealogojn |
genealogo (eo)
- αυτός που ασχολείται με τη γενεαλογία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | genealogo | genealogoj |
αιτιατική | genealogon | genealogojn |
genealogo (eo)