gazono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- gazono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gazono | gazonoj |
αιτιατική | gazonon | gazonojn |
gazono (eo)
- το γκαζόν
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gazono | gazonoj |
αιτιατική | gazonon | gazonojn |
gazono (eo)