Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική gatunek gatunki
γενική gatunku gatunków
δοτική gatunkowi gatunkom
αιτιατική gatunek gatunki
οργανική gatunkiem gatunkami
τοπική gatunku gatunkach
κλητική gatunku gatunki

  Ετυμολογία επεξεργασία

gatunek < (άμεσο δάνειο) γερμανική Gattung

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡaˈtu.nɛk/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

gatunek (pl) αρσενικό

  1. το είδος, η ποιότητα
  2. (βιολογία) το είδος

Συγγενικά επεξεργασία