gamine
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
gamine (en) θηλυκό (στο αρσενικό: gamin)
Επίθετο επεξεργασία
gamine (en)
- χαρακτηρισμός για κορίτσι που αγορίστικη, ατίθαση θελκτικότητα
gamine (en) θηλυκό (στο αρσενικό: gamin)
gamine (en)