Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡa.ʒyʁ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
gageure gageures

gageure (fr) θηλυκό