Ολλανδικά (nl) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

gaat (nl)

  1. 2ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος gaan
  2. 3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος gaan