géologique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʒe.ɔ.lɔ.ʒik/
- ⓘ
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
géologique | géologiques |
géologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη géologie
ενικός | πληθυντικός |
géologique | géologiques |
géologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό