généralisateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | généralisateur | généralisateurs |
θηλυκό | généralisatrice | généralisatrices |
Επίθετο επεξεργασία
généralisateur (fr)
- που γενικεύει
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη général