Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fusée < παλαιά γαλλική fus, υποκοριστικό του λατινικού fusus, αδράχτι, προφανώς λόγω της ομοιότητας στη μορφή των δύο αντικειμένων

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fy.ze/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fusée fusées

fusée (fr) θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

Η λέξη fusée, με την έννοια πύραυλος, χρησιμοποιείται για τους πυραύλους που στέλνουν δορυφόρους στο διάστημα. Αντίθετα, η λέξη missile χρησιμοποιείται για τους πυραύλους του στρατού.

Εκφράσεις επεξεργασία