Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fugio < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfu.ɡi.oː/

  Ρήμα επεξεργασία

fugio (la)

  1. φεύγω
  2. επιταχύνω, επισπεύδω

Κλίση επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία