fronto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fronto | frontoj |
αιτιατική | fronton | frontojn |
fronto (eo)
- το μέτωπο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fronto | frontoj |
αιτιατική | fronton | frontojn |
fronto (eo)