Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

frivolous (en)

  1. μη αναγκαίος, άσκοπος, αχρείαστος, περιττός
    • μη λειτουργικά αναγκαία φιοριτούρα
  2. επιπόλαιος