fricassée
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fricassée < frire + casser
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fricassée | fricassées |
fricassée (fr) θηλυκό
- το φρικασέ
ενικός | πληθυντικός |
fricassée | fricassées |
fricassée (fr) θηλυκό