Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

free < παλαιά αγγλική freo < πρωτογερμανική *frijaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *prijos- αγαπητός, αγαπημένος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fri:/

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός free
συγκριτικός freer
υπερθετικός freest

free (en), συγκριτικός freer, υπερθετικός freest

  1. ελεύθερος
  2. μη φυλακισμένος ή υποδουλωμένος
  3. αποκτήσιμος χωρίς πληρωμή, δωρεάν
    all drinks are free
    free of charge
  4. αβίαστος (ελεύθερος).
    He was given free rein to do whatever he wanted λείπει η μετάφραση
  5. ανεμπόδιστος, χωρίς εμπόδια
    the drain was free
  6. χωρίς υποχρεώσεις.
    free time
  7. (για λογισμικό) με πολύ λίγους περιορισμούς στη διανομή ή τη βελτίωση, σε αντίθεση με το ιδιόκτητο λογισμικό. Βλέπε ελεύθερο λογισμικό.
    free software/ελεύθερο λογισμικό

Σύνθετα επεξεργασία

πληροφορική:

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας free
γ΄ ενικό ενεστώτα frees
αόριστος freed
παθητική μετοχή freed
ενεργητική μετοχή freeing

free (en)

Σύνθετα επεξεργασία