fraternisation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fraternisation | fraternisations |
Ετυμολογία επεξεργασία
- fraternisation < (λόγιο δάνειο) γαλλική fraternisation. Μορφολογικά αναλύεται σε fraternis(e) + -ation
Ουσιαστικό επεξεργασία
fraternisation (fr) θηλυκό
- (βρετανική γραφή) η αδελφοποίηση
- άλλη γραφή: fraternization
Πηγές επεξεργασία
- fraternization - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- fraternization - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fraternisation | fraternisations |
Ετυμολογία επεξεργασία
- fraternisation < fraternis(er) + -ation
Ουσιαστικό επεξεργασία
fraternisation (fr) θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- fraternisation - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- fraternisation - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online