fraternel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fraternel < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fraternel | fraternels |
θηλυκό | fraternelle | fraternelles |
fraternel (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fraternel | fraternels |
θηλυκό | fraternelle | fraternelles |
fraternel (fr)