foutriquet
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- foutriquet < foutre
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
foutriquet | foutriquets |
foutriquet (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
foutriquet | foutriquets |
foutriquet (fr) αρσενικό