ενικός         πληθυντικός  
four-seater four-seaters

  Ετυμολογία

επεξεργασία
four-seater < four + seater

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

four-seater (en)

  • το τετραθέσιο, που έχει τέσσερεις θέσεις
    a four-seater (car) - τετραθέσιο αυτοκίνητο