Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fornification (en)

  • σεξουαλική επαφή εκτός γάμου, η οποία όμως δεν συνιστά μοιχεία (στην Αγία Γραφή αποδίδεται με τον όρο πορνεία)