formulation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
formulation (en)
- διατύπωση, έκφραση
- διαδικασία προετοιμασίας (κατασκευής, διάλεξης, μίγματος, οτιδήποτε)
- προπαρασκευή
Συγγενικά επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
formulation | formulations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
formulation (fr) θηλυκό