formado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | formado | formadoj |
αιτιατική | formadon | formadojn |
formado (eo)
- η μόρφωση, η εκπαίδευση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | formado | formadoj |
αιτιατική | formadon | formadojn |
formado (eo)