Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfɔː.fɪt/
 

  Ρήμα επεξεργασία

forfeit (en)

  1. στερούμαι
  2. χάνω (σε στοίχημα, πρόβλεψη, κ.λπ.)
  3. χάνω το δικαίωμα (π.χ. στη συμμετοχή κερδών)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • forfeit στην αγγλική Βικιπαίδεια