Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
forcefulness forcefulnesses

  Ετυμολογία επεξεργασία

forcefulness < forceful + -ness

  Ουσιαστικό επεξεργασία

forcefulness (en)

  1. σθένος
  2. πολυμηχανία, επινοητικότητα