Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

forçage < forcer

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fɔʁ.saʒ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
forçage forçages

forçage (fr) αρσενικό

  1. ο εξαναγκασμός (πχ. ενός ζώου που το αναγκάζουν οι κυνηγοί να τρέχει)
  2. η τεχνητή καλλιέργεια ενός φυτού σε διαφορετικό χώρο ή εποχή από το κανονικό

Συγγενικά επεξεργασία