fonto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fonto | fontoj |
αιτιατική | fonton | fontojn |
fonto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fonto | fontoj |
αιτιατική | fonton | fontojn |
fonto (eo)