florilège
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
florilège λατινική florilegium
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /flɔ.ʁi.lɛʒ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
florilège | florilèges |
florilège (fr) αρσενικό
- το ανθολόγιο
florilège λατινική florilegium
ενικός | πληθυντικός |
florilège | florilèges |
florilège (fr) αρσενικό