Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας flatten
γ΄ ενικό ενεστώτα flattens
αόριστος flattened
παθητική μετοχή flattened
ενεργητική μετοχή flattening

  Ρήμα επεξεργασία

flatten (en)

  1. ισοπεδώνω
    The earthquake completely flattened ten villages.
    Ο σεισμός ισοπέδωσε εντελώς δέκα χωριά.
     συνώνυμα: raze, level

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη flat

  Πηγές επεξεργασία