flétrissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
flétrissement | flétrissements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
flétrissement (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη flétrir
ενικός | πληθυντικός |
flétrissement | flétrissements |
flétrissement (fr) αρσενικό