Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

flèche < λατινική fleccia

  Προφορά επεξεργασία

 
ΔΦΑ : /flɛʃ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
flèche flèches
  1. βέλος
  2. (οπλισμός) βέλος