fizionomio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fizionomio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fizionomio | fizionomioj |
αιτιατική | fizionomion | fizionomiojn |
fizionomio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fizionomio | fizionomioj |
αιτιατική | fizionomion | fizionomiojn |
fizionomio (eo)