Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fireman firemen

  Ετυμολογία επεξεργασία

fireman < → δείτε τις λέξεις fire και man

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fireman (en) (θηλυκό firewoman)

Συνώνυμα επεξεργασία