fino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fino | finoj |
αιτιατική | finon | finojn |
fino (eo)
- το τέλος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fino | finoj |
αιτιατική | finon | finojn |
fino (eo)