Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

finiĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα finiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας finiĝas finiĝanta finiĝata
αόριστος finiĝis finiĝinta finiĝita
μέλλοντας finiĝos finiĝonta finiĝota
υποθετική finiĝus - -
προστακτική finiĝu - -

finiĝi (eo)