Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

fine print (en)

  • ψιλά γράμματα
    nobody reads the fine print in all these license agreements
    κανείς δεν διαβάζει τα ψιλά γράμματα σε όλες αυτές τις άδειες χρήσης