financkrizo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- financkrizo < financa (οικονομικός, χρηματικός) + krizo (κρίση)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | financkrizo | financkrizoj |
αιτιατική | financkrizon | financkrizojn |
financkrizo (eo)
- η οικονομική ή χρηματική κρίση