filologo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | filologo | filologoj |
αιτιατική | filologon | filologojn |
filologo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | filologo | filologoj |
αιτιατική | filologon | filologojn |
filologo (eo)