Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fiddle fiddles

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fiddle (en)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

fiddle (en)

  1. (ανεπίσημο) παίζω ένα απ' τα παραπάνω έγχορδα, παίζω έγχορδο με δοξάρι, δοξαρίζω
  2. (μεταφορικά)
    1. ρυθμίζω ή παραποιώ
    2. μαστορεύω ή πειραματίζομαι με κάτι