fessée
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fessée < fesse
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fessée | fessées |
fessée (fr) θηλυκό
- οι ξυλιές στον πισινό
- ≈ συνώνυμα: correction, (οικείο) raclée
- (οικείο) (μεταφορικά) η εξευτελιστική ήττα
- ≈ συνώνυμα: déculottée, (οικείο) raclée