ferme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ferme < απώτερη αρχή, λατινική firmus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰer- (κρατώ)
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ferme | fermes |
ferme (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ferme | fermes |
ferme (fr) θηλυκό