Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fencing fencings

fencing (en) (χωρίς, και με πληθυντικό)

  Μετοχή επεξεργασία

fencing (en)