feltwork
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
feltwork | feltworks |
Ουσιαστικό επεξεργασία
feltwork (en)
- (ύφασμα) συγκεκριμένη υφή της εκάστοτε τσόχας, η δομή του κετσέ
- (ιατρική) ινώδες δίκτυο
- (νευρολογία) συμπαγές σύμπλεγμα (πλέγμα) νευρικών ινιδίων